- συναγώγιον
- τὸ, ΜΑβλ. συναγώγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναγώγιον — picnic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγίοις — συναγώγιον picnic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγίου — συναγώγιον picnic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγίῳ — συναγώγιον picnic neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγώγια — συναγώγιον picnic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγώγι — το / συναγώγιον ΝΜΑ, και συναγώι Ν [συναγωγός] ο τόπος τής κοινής προσευχής τών Ιουδαίων, η συναγωγή, η χάβρα νεοελλ. φρ. «εβραίικο συναγώ (γ)ι» συγκέντρωση ανθρώπων που θορυβούν ή συζητούν όλοι μαζί και χωρίς τάξη αρχ. 1. συμπόσιο που γίνεται με … Dictionary of Greek
ԺՈՂՈՎԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0836 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c գ. ԺՈՂՈՎԱՐԱՆ συναγωγή, συναγώγιον, καταγώγιον collectio, diversorium δικαστήριον tribunal. որ եւ ԺՈՂՈՎԱՆՈՑ. Ժողովետեղ. հանդիսարան. տուն ատենի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)